Μας ήρθε η άνοιξη πικρή
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από κάθε άλλο λαό, ο ελληνικός λαός εκφράζει τα συναισθήματά του τραγουδώντας. Εκτός από τα απλά γεγονότα της ζωής, τον έρωτα, το θάνατο, τον πόνο και τη χαρά, που τα τραγουδεί σε όλους τους τόνους με δύναμι και πάθος, έχει μεταγράψει σε τραγούδι ολόκληρη την εθνική του ιστορία. Έπη Ομήρου, τραγούδια ακριτικού κύκλου, τραγούδια θρηνητικά για το πάρσιμο της Πόλης, τραγούδια κλέφτικα και άλλα των χρόνων της σκλαβιάς, τραγούδια της επαναστάσεως του 18̉21, καθώς και μεταγενέστερα, που ξεπήδησαν από τους συνεχείς αγώνες της Ρωμιοσύνης ως τις μέρες μας, συνιστούν ένα πολύτιμο ιστορικό αρχείο της πορείας του Ελληνισμού στη διαδρομή των αιώνων. Και δεν αποτελούν μόνο ιστορικές μαρτυρίες αλλά και ψυχογραφικά στιγμιότυπα. Μας δί- δουν όλες τις κυμάνσεις και αντιδράσεις που δημιούργησαν τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, στην ψυχή των ανθρώπων που τάζησαν.
ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ ξέρουμε, λόγος και μέρος είναι αξεδιάλυτα στο δημοτικό μας τραγούδι, όπως ακριβώς και στην ελληνική αρχαιότητα. Άλλωστε αυτή καθ’ εαυτήν η λέξις τραγούδι, το φανερώνει.
Και το δημοτικό μας τραγούδι έχει διατηρήσει στη ροή του χρόνου τους ίδιους ρυθμούς και τα μέτρα. Οι χαρακτηριστικοί ρυθμοί των δημοτικών μας τραγουδιών, τα 5/4, 5/8, τα 9/7, τα 7/8, μας οδηγούν στις τραγωδίες του Αισχύλου. Στους αρχαίους προγόνους μας, καθώς είναι γνωστό, το μουσικό μέτρο είχε τη βάσι του στο ποιητικό μέτρο, που καθοριζότανε από τις μακρές και τις βραχείες συλλαβές. Οι ρυθμοί αυτοί έχουν βέβαια παραλλαγές στη σύνθεσί τους που συντελούν στην αλλαγή του ύφους. Χορός και τραγούδι ταυτίζονται, πολύ συχνά. Έτσι πολλές φορές ακούγοντας ένα λαϊκό τραγουδιστή σου έρχονται στο νου τα χορικά αρχαίας τραγωδίας. Από το στόμα του ακούς τη φωνή δεκάδων γενεών ελληνικών. Άσχετο από το γεγονός που ιστορεί το τραγούδι που ακούς, νοιώθεις την ψυχή ενός λαού.
ΕΔΩ ΠΑΝΩ στη Μακεδονία μας, τη ρωμαλέα αυτή ελληνική γη, με τον πολυβασανισμένο ακρίτη λαό της, ακούγονται μερικά από τα πιο εκφραστικά δημοτικά μας τραγούδια, του ιστορικού κύκλου, που ξεπήδησαν από τις φλόγες, το αίμα και την οδύνη των πεισμόνων και συνεχών αγώνων του αδούλωτου λαού της. Ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτά χρονολογείται στον καιρό της Εθνεγερσίας. Οι Χαλκιδικιώτες και οι Ναουσαίοι τραγούδησαν τα συγκλονιστικά γεγονότα που έζησαν την εποχή εκείνη.
Τα τραγούδια όμως περπατούν από τόπο σε τόπο. Έτσι τα ιστορικά τραγούδια της Χαλκιδικής και της Νάουσας που αναφέρονται στα γεγονότα της Επαναστάσεως του 1821, μπορούμε είτε αυτούσια, είτε σε παραλλαγές, να τ’ ακούσουμε και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας, αλλά και ευρύτερα ακόμη, του ελλαδικού χώρου.
Το ανέκδοτο όμως τραγούδι που δημοσιεύουμε, από το οποίο σταλάζει ο βαθύς πόνος και η θλίψι για την τραγική απόληξι της εξεγέρσεως του 1821 στη Χαλκιδική, το άκουσα στο Λιτόχωρο, χωριό ιστορικό, στα ριζά του Ολύμπου και φαίνεται ότι πρωτακούσθηκε εκεί. Δύο στοιχεία του μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα. Το ένα είναι μια ιστορική ανακρίβεια. Αντί να μνημονεύση τα ονόματα του Μπαϊράμ και του Λουμπούτ πασά, που κατέστρεψαν τη Χαλκιδική, αναφέρει κάποιο Βελή, προφανώς το γυιό του Αλή πασά, το Βελή, που δεν έχει φυσικά καμμιά σχέση με τα γεγονότα της Χαλκιδικής, σχετίζεται όμως με τις επιδρομές του Αλή πασά στην περιοχή του Ολύμπου, που μια απ’ αυτές έγινε εναντίον της περίφημης κλεφταρματολικής οικογένειας της περιοχής αυτής, των Λαζαίων. Οι Λιτοχωριανοί και γενικά οι κάτοικοι των γύρω χωριών ήταν επόμενο να διατήρησαν φριχτές μνήμες από την καταστροφική μανία των ασκεριών του Βελή. Έτσι στο δημοτικό αυτό τραγούδι, αντικαθιστούν τ’ ασκέρια του Μπαϊράμ και του Λουμπούτ πασά, με τ’ ασκέρια του Βελή. Νομίζω ότι αν αυτό το ίδιο τραγούδι είχε πρωτακουστεί στον τόπο των γεγονότων, τη Χαλκιδική, δεν θα παρουσιάζονταν αυτή η ιστορική ανακρίβεια, που φυσικά στη βάσι της δεν ζημιώνει το γεγονός που αφηγείται.
Το άλλο ενδεικτικό στοιχείο, ότι πρόκειται για τοπικό τραγούδι του Λιτοχώρου, είναι η αναφορά που κάνει στον Όλυμπο και ιδιαίτερα στις γυναίκες του Ολύμπου.
Εκτός όμως από τα δυο αυτά ενδεικτικά στοιχεία που αναφέραμε και που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τραγούδι που πρωτακούσθηκε στο Λιτόχωρο, που άλλωστε βρίσκονταν κοντά στα κλέφτικα λημέρια και στην τρίτη επαναστατική εστία της Μακεδονίας το 1821, δεν τάκουσα πουθενά στη Χαλκιδική. Έκανα, μάλιστα, και μια έρευνα στις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών της Χαλκιδικής, αλλά όμοιό του τραγούδι δεν βρήκα.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ αυτό που είναι πραγματικά από τα ωραιότερα που ακούγονται στο θέμα αυτό, κοντεύει να ξεχασθή και στο Λιτόχωρο. Το άκουσα φέτος το καλοκαίρι, από μια γριά Λιτοχωριανή, τη Μαρία Καρπώνη, που περνά τα ογδόντα. Χορεύουνταν, καθώς με είπε, αργός συρτός τη Δεύτερη του Πάσχα από γυναίκες, ως πριν σαράντα χρόνια. Μόνο ο κορυφαίος και ο τελευταίος χορευτής ήταν άνδρες. Ποια άραγε σημασία να είχε η διάταξι αυτή; Εκείνο όμως που μου έκανε επίσης εντύπωσι είναι ότι χορεύουνταν αποκλειστικά τη Δευτέρα του Πάσχα, όπως τα τραγούδια του Καγκελευτού χορού στην Ιερισσό. Περισσότερες πληροφορίες δεν μπόρεσε να με δώση η καλόκαρδη γριούλα που θάταν προικισμένη και με καλή φωνή. Φυσικά τραουδώντας το, το κατέγραψα.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
“Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, Ραγιάδες, Ραγιάδες το καλοκαίρι μαύρο, το καλοκαίρι μαύρο.
Το δόλιο το φθινόπωρο πικρό φαρμακωμένο πικρό φαρμακωμένο…Παπαμανώλης φώναξε Ραγιάδες, Ραγιάδες
Παπαμανώλης φωνάζει, στ’ άρματα παλληκάρια βάστα καρδιά μ’ νταγιάντα…Π’ ανάθεμά την την Τουρκιά και του Βελή τ’ ασκέρια και του Βελή τ’ ασκέρια…
που ρήμαξ’ ούλα τα χουριά, Ραγιάδες, Ραγιάδες,και τάντυσε στα μαύρα, βάστα καρδιά μ’ νταγιάντα βάστα καρδιά μ’ νταγιάντα…
Στη δόλια την Ιερισσό, μαύρος καπνός κι’ αντάρα μαύρος καπνός κι’ αντάρα…Τρία πουλάκια απόμειναν, τα τρία αράδα, αράδα. Τα τρία αράδα, αράδα…
Τώνα τηράει τον Έλυμπο κι τ’ άλλου την Κασσάντρα βάστα καρδιά μ’ νταγιάντα…Το τρίτο το μικρότερο, τηράει τη Σαλονίκη. Τηράει τη Σαλονίκη…
Σύρτι πουλάκια μ’ ψηλά στα κλέφτικα λημέρια.Στα κλέφτικα λημέρια…
κι πήτι σ’ ούλα τα παλληκάρια,
σ’ ούλα τα παλληκάρια για το κακό που γίνικι στη δόλια την Κασσάντρα βάστα καρδιά μ’ νταγιάντα…Και σεις γυναίκις του Έλυμπου, μην κλάψητι μην κλάψητι μην δακρύστι και μην μοιρολογήστι γιατ’ είνι λίγος ο κιρός κι’ οι μέρις μετρημένις κι’ οι μέρις μετρημένις…”
ΙΣΩΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ στίχοι του εξαίσιου αυτού τραγουδιού «Και σεις γυναίκις του Ολύμπου, μην κλάψητι, μην κλάψητι, μην δακρύστι και μην μοιρολο- γήστι, γιατί είνι λίγος η κιρός κι οι μέρις μετρημένις» να υποδηλώνει την ελπίδα ότι σύντομα θα ελευθερωθή ο τόπος, γι’ αυτό και δεν πρέπει να κλαιν και να μοιρολογούν οι γυναίκες του Ολύμπου, του Λιτοχώρου, για το κακό που έγινε.
Και από αισθητική πλευρά, ασφαλώς, το τραγούδι αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον και έχει αντιστοιχία με άλλα δημοτικά μας τραγούδια… αναφορά σε πουλάκια τρία και άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δημώδη ποίησί μας. Η πρόθεσίς μας, όμως σήμερα, ήταν να υπογραμμίσουμε το ιστορικό γεγονός από το οποίο ξεπήδησε και πως δεν πρωτακούσθηκε, καθώς φαίνεται, στη Χαλκιδική, θέατρο των γεγονότων στα οποία αναφέρεται, αλλά στο Λιτόχωρο, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί μαρτυρεί τη μεγάλη απήχησι που είχε σε όλη την έκτασι του μακεδονικού χώρου η εξέγερσις των Χαλκιδικιωτών και τα τραγικά επακόλουθά της.
_______
Το κείμενο είναι αρχικά δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ της Θεσσαλονίκης, τεύχος 67, μήνας Δεκέμβριος 1971. Συντάκτης του είναι η αξιόλογος λογοτέχνης και λαογράφος Αλεξάνδρα Παραφεντίδου (1913-1977).
ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΑΣΤΑΓΚΑΣ // ΧΡΟΝΙΚΑ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΙΑ 2016
“Δημοτικά τραγούδια. Δύο τραγούδια του Λιτοχώρου” της Αλεξάνδρας Παραφεντίδου
_____
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Ψάχνοντας στοιχεία για το τραγούδι βρίσκουμε το κλέφτικο “Μας Ήρθε Η Άνοιξη Πικρή (ή Μπουλονάσαινα)” από την Ήπειρο με διαφορετικό στίχο
https://www.youtube.com/watch?v=v_ryHbFIgos
και μια παραλλαγή από τις φυλακισμένες γυναίκες των φυλακών Αβέρωφ την περίοδο 1947-1954
https://www.youtube.com/watch?v=bDfN0Wlpo6k
"Ραγιάδες"