Η Νενέ μου και οι ιστορίες της
Μαρία Ντάβανου-Μυρωτή
Από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, από τα πιο μικρά μου χρόνια, ήταν πάντα δίπλα μου η νενέ μου, η δεύτερη μάνα για μένα. Ήταν μια όμορφη, ψιλή, λιγερή γυναίκα, ντυμένη και χτενισμένη στην τρίχα, ακόμη και στους καιρούς της ανέχειας. Είχε δύο λαμπερά, πανέξυπνα μάτια πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά. Χαρακτηριστική της κίνηση το ανασήκωμα του αριστερού φρυδιού και το κοίταγμα πάνω από τα γυαλιά.
Η νενέ μου, δεν ήξερε γράμματα, δεν πήγε ποτέ στο σχολείο και το είχε μεράκι. Στα χρόνια της τα κορίτσια δεν τα στέλναν σχολείο, δεν έπρεπε να κυκλοφορούν πολύ έξω από το σπίτι, για τον φόβο των Τούρκων. Εγώ λοιπόν, πριν ακόμα πάω στο σχολείο, έγινα ο γραμματικός της. Μ έπαιρνε από το χέρι και ξεκινούσαμε από τη περιοχή του «ΥΦΑΝΕΤ», που έμενε, να πάμε όπου είχε ανάγκη. Έμαθα να διαβάζω επιγραφές, ονόματα καταστημάτων, γιατρών, ναυτιλιακών γραφείων… Η νενέ μου δεν χάθηκε ποτέ, όπου και αν χρειάστηκε να πάει, είχε μνήμη σπάνια, φωτογράφιζε τα πάντα.
Κουμαντάριζε το σπίτι της δυναμικά και σοφά, είχε ανοιχτό μυαλό, βρισκόταν μπροστά από την εποχή της. Είχε ταξιδέψει πολύ με τα καϊκια του πατέρα της, κοντά στα αδέρφια της, γνωστούς καραβοκύρηδες και αργότερα κοντά στον ναυτικό άντρα της. Απ’ το Δέδε-Αγάτς (Αλεξανδρούπολη) ως την Σαντορίνη, την Εύβοια και την Κρήτη είχε δει και είχε ακούσει πολλά. Δεν την λύγιζαν ούτε η ανέχεια μετά τον πόλεμο, ούτε οι αρρώστιες, ούτε ο σταυρός που κουβαλούσε απ’ το ανάπηρο παιδί που είχε. Για όλα έβρισκε λύσεις, έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν.
Σχεδόν καθημερινά ήμουνα μουσαφίρισσα στο σπίτι της, που άστραφτε από καθαριότητα και τάξη κι ήταν ζεστό σαν μια γλυκιά αγκαλιά. Δεν πέρασε μέρα στην κοινή μας ζωή που να μην είχε να πει μια ιστορία, ένα παραμύθι ή ένα τραγούδι με τη λεπτή και καθαρή της φωνή.
Κάθε φορά που μου μιλούσε η νενέ μου, ξετύλιγε από το στόμα της ένα ατελείωτο νήμα από πολύχρωμες λέξεις μαγικές. Αυτές έφτιαχναν τις ιστορίες της, που αργότερα, στα πρώτα μου εφηβικά χρόνια, που είχα την τύχη να μείνω πάλι μαζί της στο σπίτι μας στο Λιτόχωρο και με προσοχή την ξανάκουγα, κατάλαβα πως δεν ήταν παραμύθια. Οι περισσότερες ήταν κομμάτια απ’ τη ζωή της, ήταν αληθινές και γι αυτό τις αγάπησα και τις κράτησα μέσα στο νου και στην καρδιά μου, πολύτιμη κληρονομιά.
Όταν μεγάλωνα τα παιδιά μου, τις έλεγα και εγώ σ αυτά και έπιανα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει τις ίδιες λέξεις τις λιτοχωρίτικες με μερικές τούρκικες ανάμεσα που η νενέ δεν μπορούσε να τις βγάλει από το λεξιλόγιο της, γιατί στα παιδικά της χρόνια είχε φιλενάδα τη Νουρίγιε, κόρη της Αϊσε-Χανούμ, που ήταν γειτόνισσα στο πατρικό της. Οι ιστορίες που μου έλεγε, από τα παιδικά της χρόνια, έκρυβαν για μένα πολύ μυστήριο. Ότι είχε σχέση με τους Τούρκους ήταν κακό, έτσι μάθαμε, ήταν οι εχθροί μας. Της ζητούσα πολύ συχνά να ξαναγυρίσει σ εκείνα τα χρόνια της ζωής της και απορούσα που υπήρχαν και κάποιοι καλοί Τούρκοι, όπως η γειτόνισσα της. Μου αντιστορούσε πολύ παραστατικά την επανάσταση του Ολύμπου, όπως ακριβώς τα έλεγε η μάνα της, που έζησε την οργή του Τούρκου στο πετσί της.
«Να πλαλούμι μι τα σκουφούνια μεσ’ τα χιόνια να γλιτώσουμι»
«Έκαψαν τον Άγιο Δημήτρη και τα σπίτια μας τα σκυλιά» και όταν έκαμαν ράι και πέρασαν τα σπαθιά και γύρσαν πίσω, αλίμονο, του σπίτ’ ήταν άδειο. Ας ήταν καλά η Αϊσε-Χανούμ, που από κρυφά από τον Τούρκο, μας έστειλε κατιτίς κι πορέψαμι». Αυτά τα θυμάμαι έτσι ακριβώς όπως απ΄τη μανιά μας πέρασαν στη νενέ κι απ’ τη νενέ στη μάνα μου και σε μένα.
Η πιο αγαπημένη μου ιστορία, που την άκουσα αρκετές φορές ήταν για το Τουρκάκι το Νερούση. Δεν έγινε γνωστό, από όποιον και αν ρώτησα αν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα ή παρατσούκλι, που του το έδωσαν οι Λιτοχωρίτες.
Η νενέ μου λοιπόν, στερέωνε τα γυαλιά της και πλέκοντας την κάλτσα με τις πέντε βελόνες- τα χέρια της πάντα δούλευαν- άρχιζε την αφήγηση. Στ’ γειτονιά μας στην Κεραμίδα, ζούσε ένα αντίχριστο ου Νερούσης. Η μάνα τ’ του είχε μουναχό. Ουλ’ την μέρα, βρίσκουνταν στουν «Τσενταρμά» (τουρκική αστυνομία) κι μουλουγούσι οτ’ άκουγι απ’ τσ’ χριστιανοί. Γυρνούσι τη νύχτα στα σουκάκια κι κρυφάκουγι κατ’ απ’ τα παράθυρα. Ήταν σπιούνος των Τούρκων. ‘Ηταν δεν ήταν 16 με 17 χρόνια όταν τουν σκότουσαν, κι να πως έγινε.
Ήταν τότε τα μπρατίμια, απάν’ στην τρέλα κι αυτοί, ου μπάρμπα Γιάννης ου Καρτσιώτης, ου παππούς σου ου Γιάννης ου Γουζέλης, ου Νίκους ου Ριμπατσιός κι ου Βαγγέλης ου Κούκουλης. Τα βράδια μαζόνουνταν στο καφενείο τ’ Λιότσα ήπιναν κάνα ρακί και συζητούσαν. Όταν το κακό με το Νευρούσ’ παραγίνκε, απουφάσισαν να του χαλάσν. Έβαλαν κλήρο, ποιος θα του σκουτωσ’ κι αυτός έπεσε στου Νίκου του Ριμπατσιό.
Ένα βράδ’ του καρτέρσαν να παρ’ του δρόμ’ για του σπίτι τ’. Ου Νίκους ου Ριμπατσιός μι του μπάρμπα Γιάνν’ τουν Καρτσιώτ’ παραφύλαξαν από πάν’ απ’ τουν Άγιου Δημήτρη. Ου Βαγγέλης ου Κούκουλης κρύφκι απού πίσου απ’ του σπίτ’ του μπάρμπα Σωτήρ’ τ’ Μόχλα κι ου παππούς ου Γουζέλς κρυφκι στου σπίτ’ του Νατσή. Άμα ου Νευρούσ’ έφτασι κουντά στις δύο που τουν παραφύλαγαν, του γυρουστοι ου Ριμπατσιός, κι του μαχαίρουσι κι αυτό αρχούσι να ουρλιάζει. Τότε για σιγουριά ορμάει και ο μπάρμπα Γιάννς και του κόβ’ μι τι λεπίδα του λιμό. Αλλ’ ου λιμός κρέμουνταν σι μια πέτσα κι αυτό δεν πέθανε ένα κι ένα. Σερνούταν και λαλούσι, σαν του κουκουτάρι κι του αίμα σφαγάρ’ -έφτασε ύστιρα απού ώρα ως το σπίτι τ’. Όταν τ’ άκουσε η μάνα τ’ απού μέσα κι βγήκε να το σμάσ’ σείσκι η γειτονιά τσ’ Κεραμίδας απ’ του θρήνου. Τ’ν ώρα που γένονταν η σφαγή απ’ το καφενείου τ’ Λιότσα ξεκίνιτσι κι ένας Τούρκος λουχίας να γυρίσ’ πιριπολία στο χωριό. Όταν έφτασε στ’ Νατσή, τουν έριξε έναν πυροβολισμό ο παππούς, για να τουν λαχταρήσ’ να μην προχουρήσ’ κατά παν’.
Ύστερα απ’ αυτό οι Τούρκοι αγρίεψαν πουλύ. Τα τέσσερα μπρατίμια έφυγαν στον Πυργιτό για να κρυφτούν κι έκαμαν κιρό να γυρίσν στου χουριό. Ημείς λουφάξαμι… αλλά απού μέσα μας είχαμε χαρά, γιατί γλίτουσε του χουριό απ’ τον σπιούνο.
-Εσύ νενέ, την ρωτούσα, τον ήξερες τότε τον παππού;
- Μπα, ιγώ τότε ήμαν μικρή. Ύστερα απού πέντε χρόνια μας αρραβώνιασαν.
(Ο παππούς μου ο Γουζέλης γεννήθηκε το 1888 ενώ η νενέ μου το 1895).
Μετά από τέτοια παραστατική αφήγηση, ένιωθα περήφανη για τον παππού μου, αλλά ώσπου να με πάρει ο ύπνος, αν ήταν νύχτα, καταΐδρωνα κουκουλωμένη με την κουβέρτα από τον φόβο μου για ο φάντασμα του Νερούση.
Με τα χρόνια έφυγε η νενέ κι αυτό ήταν ο πρώτος μεγάλος πόνος στη ζωή μου. Μ’ άφησε όμως πολλά. Τις ιστορίες της, τα τραγούδια μας, τη γνώση της ντοπιολαλιάς μας, την αγάπη για τη ζωή και τον τόπο μας. Κι αυτό νομίζω πως είναι η πιο ακριβή μου κληρονομία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Δημότης” του Δήμου Λιτοχώρου