Αναμνήσεις από το παλιό ρομαντικό Λιτόχωρο

Λάκης Μουρσιώτης

Σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή κάποιοι γράφουν τη δική τους ιστορία που τη θυμούνται όσοι τους έχουν γνωρίσει. Πως λέμε για ποδοσφαιριστές: Νίκος Φαρφάρας, Σωτήρης Ζωγράφος και άλλοι.

Καλαμπουρτζήδες που άφησαν εποχή: Γόλας Καραγγούνης (Τριαναταφύλλου), Αριστείδης Μαρώνης, Νίκος Αδαμόπουλος κ.α.

Τραγουδιστές, κανταδόροι που και αυτοί άφησαν την δική τους ιστορία.

Όμως εγώ καταπιάνομαι με κάτι άλλο που δε φεύγει από τη μνήμη μου:

«Έφυγε και ο τελευταίος».

Στην πλατεία του τότε όλοι το λέγαμε «χαΐρι» υπήρχαν 4 καφενεία.

Όλοι οι τουρίστες περαστικοί, όσους έμεναν το καλοκαίρι στο χωριό τους λέγαμε παραθεριστές και τα παιδιά τους κοκώνια. Από εδώ ξεκίνησαν για τον Όλυμπο οι ορειβάτες με τους αγωγιάτες: Χρήστο Γιώργο, Γιάννη Κάκκαλο, Χρήστο Κούκουλη και τα παιδιά του, Νίκο Ζουρζούρα. Εγώ αυτούς θυμάμαι.

Όμως όλα αυτά είναι για να φτάσω εκεί που θέλω. Υπήρχε ένας καφετζής ο Μπάρμπα-Χρήστος Κουτσιμανής. Ένας χαρούμενος άνθρωπος που έψηνε καφέ στην άμμο, ίσως πουθενά δεν γινόταν καλύτερος, και με έναν καφέ μπορούσε να σερβίρει και πέντε ποτήρια νερό. Δίπλα υπήρχε μια κοινοτική βρύση που γέμιζε τα ποτήρια. Και να μη διψούσες σε ανάγκαζε να πεις με την αιτιολογία: «Παρ’ το βρε δεν θα το βρεις αλλού είναι απ’ τζιμπιλ». Όταν έπαιζαν τάβλι, έπαιζαν 2 παιχνίδια.

- Μπάρμπα Χρήστο τον έλεγαν, ήρθαμε πάτσι, ένα κέρδισα ένα έχασα. «Εντάξει, βρε παιδιά, εσείς να είστε καλά, ούτε λουκούμι, ούτε καφέ». Ήταν τόσο καλόκαρδος και ας είχε μια αγέλη παιδιά.

Τι ρομαντική εποχή!

Πάμε τώρα στον άλλο γραφικότατο της πλατείας. Στον Λακριντή τον παντόφλα, τον Γιώργο Δημούτσικο, παπούτσι ποτέ στο πόδι του, όλο παντόφλες. Καλωσόριζε και ξεπροβοδούσε όλους τους ξένους. «Καλωσορίσατε, έλεγε στους ξένους, φέτος θα γίνει λακριντή». Όταν τους ξεπροβοδούσε τους έλεγε, «άντε καλό χειμώνα, να ‘ρθείτε και του χρόνου, θα γίνει πατιρντί». Είχε το μαγαζί στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Ενιππέας». Όμως το μαγαζί του ήταν παλιό. Όλη μέρα έτρεχε να εξυπηρετήσει τον κόσμο. Ήξερε και πολλές γλώσσες. Όταν ήθελε να ταΐσει τους τουρίστες αυγά, κακάριζε όπως οι κότες κο-κο-κο για να καταλάβουν τι θα τους σερβίριζε. Τους έπαιρνε στον μπουφέ και τους έλεγε ομελέτ’ ή μάτια και για να καταλάβουν τι εννοούσε έκανε με τα δάχτυλα των χεριών τους όπως είναι τα ματογυάλια στα μάτια. Ωραιότατος τύπος, όλοι τον αγαπούσαμε και δυστυχώς πέθανε στην Αυστραλία.

Και τώρα το τελευταίο.

Πριν από πολύ καιρό έφυγε ο μπάρμπα-Γιώργης ο Καλαμπαλίκης. Ο γεννημένος για ταβερνιάρης με το χαμόγελο στα χείλη πάντα. Με τα ωραία του τα μεζεδάκια κουβαλούσε κόσμο από Κατερίνη και από Θεσσαλονίκη για να φάνε και να πιούν στον μπάρμπα-Γιώργη. Τους πικάντικούς και φθηνούς μεζέδες και ιδιαίτερα τον μοναδικό πατσά. Κάθε πρωί χειμώνα καλοκαίρι πάλευε με τα νερά του Ενιππέα πλένοντας τον πατσά της μέρας, πόσες φορές δε λέμε. Που είσαι ρε μπάρμπα-Γιώργη Καραμπαλίκη.

Και έτσι έκλεισε η αυλαία των ανθρώπων που θυμάμαι στον τομέα αυτό «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ».

Λάκης Μουρσιώτης

ΔΗΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΔΗΜΟΤΗΣ” ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ



Next
Next

Η Νενέ μου και οι ιστορίες της